υποτρέχω

υποτρέχω
Α [τρέχω]
1. τρέχω σε χαμηλότερο επίπεδο από κάποιον άλλο ή τρέχω σκυφτά («ὁ δ' ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων κύψας», Ομ. Ιλ.)
2. εκτείνομαι, απλώνομαι πιο κάτω («κοίλη δ' ὑποδέδρομε βῆσσα», Ομ. Ύμν.)
3. τρέχοντας προλαβαίνω κάποιον («κακούργους ἐρευνῆσαι ἢ λῃστὰς ὑποδραμεῑν», Ξεν.)
4. εισέρχομαι κάτω από κάτι άλλο («ἡ σελήνη τὸν ἥλιον ὑποτρέχει ἐν τῇ ἐκλείψει», Θεμίστ.)
5. υποσκελίζω, εξαπατώ («τὸν στρατηγὸν ὑποδραμών», Αριστοφ.)
6. διακόπτω τον λόγο κάποιου άλλου, παρεμβαίνω («ὑποδραμών τις φασεῑ», Στοβ)
7. επιδιώκω να αποκτήσω («ὑποδραμόντες τὴν τῶν θεῶν τιμήν», Σέξτ. Εμπ.)
8. μπαίνω κρυφά, διεισδύω («λεπτὸν δ' αὐτίκα χρῶ πῡρ ὑποδεδρόμακεν», Σαπφ.)
9. (για σκέψεις) μπαίνω στον νου κάποιου («καὶ γὰρ ὑπέδραμέ τις ἔννοια και πιθανότης τοῑς ἀνθρώποις», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποτρέχω — run in under pres subj act 1st sg ὑποτρέχω run in under pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρέχῃ — ὑποτρέχω run in under pres subj mp 2nd sg ὑποτρέχω run in under pres ind mp 2nd sg ὑποτρέχω run in under pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδεδράμηκε — ὑποτρέχω run in under perf imperat act 2nd sg ὑποτρέχω run in under perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδραμόν — ὑποτρέχω run in under aor part act masc voc sg ὑποτρέχω run in under aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδραμόντα — ὑποτρέχω run in under aor part act neut nom/voc/acc pl ὑποτρέχω run in under aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδραμόντων — ὑποτρέχω run in under aor part act masc/neut gen pl ὑποτρέχω run in under aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδράμῃ — ὑποτρέχω run in under aor subj mp 2nd sg ὑποτρέχω run in under aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδέδρομε — ὑποτρέχω run in under perf imperat act 2nd sg ὑποτρέχω run in under perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδέδρομεν — ὑποτρέχω run in under perf ind act 3rd sg ὑποτρέχω run in under plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρεχόντων — ὑποτρέχω run in under pres part act masc/neut gen pl ὑποτρέχω run in under pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”